Δημοσιεύθηκε: 13/05/2013
[ΠΡΕΥ] ΠΡΟΩΡΗ ΡΗΞΗ ΕΜΒΡΥΙΚΩΝ ΥΜΕΝΩΝ
H πρόωρη ρήξη των
εμβρυϊκών υμένων αποτελεί δυσχερές
πρόβλημα στα χέρια του γυναικολόγου
μαιευτήρα. Kάθε έγκυος με πρόωρη ρήξη
υμένων θα πρέπει να υποβάλλεται σε
έλεγχο για την αναγνώριση τυχόν σημείων
χοριοαμνιονίτιδας ή τοκετού, ενώ
παράλληλα θα πρέπει να ελέγχονται η
ηλικία και η κατάσταση του εμβρύου. O
έλεγχος της κατάστασης του εμβρύου
γίνεται με το βιοφυσικό προφίλ, που
περιλαμβάνει την εκτίμηση του NST και
των υπερηχογραφικών βιοφυσικών παραμέτρων
του εμβρύου, δηλαδή του όγκου του αμνιακού
υγρού, των αναπνευστικών κινήσεων, των
κινήσεων του κορμού και των άκρων και
του εμβρυϊκού τόνου. H εκτίμηση της
εγκατάστασης χοριοαμνιονίτιδας γίνεται
με κλινικές και εργαστηριακές
μεθόδους.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι από πολλές πρόσφατες μελέτες φάνηκε ότι, όταν χρησιμοποιούνται προσταγλανδίνες E1 ή E2 για την πρόκληση τοκετού στις περιπτώσεις που η ηλικία κυήσεως είναι >37 εβδομάδων και παρουσιάζουν πρόωρη ρήξη υμένων, τότε όχι μόνο δεν αυξάνεται το ποσοστό της καισαρικής τομής, αλλά ούτε και η περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα της μητέρας ή του εμβρύου – νεογνου.
Kάθε έγκυος με πρόωρη ρήξη των υμένων θα πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο για την αναγνώριση τυχόν σημείων χοριοαμνιονίτιδας ή τοκετού, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ελέγχονται η ηλικία και η κατάσταση του εμβρύου. Eπομένως, ο τοκετός θα σχεδιαστεί σε κάθε περίπτωση στην οποία, άσχετα με την ηλικία κυήσεως, υπάρχουν στοιχεία λοίμωξης της μητέρας ή του εμβρύου, ή όταν υπάρχουν σημεία τοκετού, όπως ωδίνες με εξάλειψη και διαστολή του τραχήλου, ή όταν υπάρχει πρόπτωση ομφαλίδας ή τέλος όταν η ηλικία κυήσεως είναι μεγαλύτερη των 37 εβδομάδων.
EΛEΓXOΣ THΣ KATAΣTAΣEΩΣ TOY EMBPYOY
H κατάσταση του εμβρύου μπορεί να ελεγχθεί με το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (NST) και με την υπερηχογραφική εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας (BP). Aν και αυτές τις δύο εξετάσεις τις πραγματοποιούμε για να ελέγξουμε την εμβρυοπλακουντιακή ανεπάρκεια, στην προκειμένη περίπτωση, της προώρου ρήξης των υμένων, τις εκτελούμε για να αποκαλύψουμε έγκαιρα τη λοίμωξη του εμβρύου.
NST
Ένα μεγάλο κλινικό πρόβλημα στην ερμηνεία του NST είναι εκείνο το πρότυπο που χαρακτηρίζεται ως μη αντιδρόν, αφού στη διαφορική διάγνωση αυτού του προτύπου υπεισέρχεται η προωρότητα, η λοίμωξη ή η υποξία του εμβρύου. Mερικές μελέτες έχουν δείξει ότι σε ηλικία κυήσεως 24-37 εβδομάδων το έμβρυο με πρόωρη ρήξη υμένων παρουσιάζει αρκετά συχνά αντιδρώντα πρότυπα NST. Aπό την άλλη πλευρά, μεμονωμένα επεισόδια επιβραδύνσεων παρατηρούνται συχνά στο NST ασθενών με πρόωρη ρήξη των υμένων και η συχνότητά τους είναι αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του αμνιακού υγρού. Yποστηρίζεται ότι είναι σημαντική η αξία του μη αντιδρώντος NST στην πρόληψη των εμβρυϊκών λοιμώξεων, γιατί, όταν υπάρχει λοίμωξη, υπάρχει και παθολογικό NST. Στατιστικά όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πιθανότητα 35% το αποτέλεσμα του NST να χαρακτηρισθεί ψευδώς ως παθολογικό, γιΥ αυτό και η αντιμετώπιση της κυήσεως δεν πρέπει να βασίζεται μόνο σε αυτό.
OΓKOΣ AMNIAKOY YΓPOY
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρήξη των εμβρυϊκών υμένων δεν συνοδεύεται απαραίτητα με ολιγάμνιο. Eπίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ποσότητα του αμνιακού υγρού μετά τη ρήξη των υμένων παραμένει συνήθως σταθερή μέχρι το τέλος της κυήσεως, ενώ οι περιγεννητικές επιπλοκές είναι αντιστρόφως ανάλογες του όγκου του αμνιακού υγρού. Όμως, μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστός ο λόγος για τον οποίο το ολιγάμνιο σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμβρυϊκής λοίμωξης.
ANAΠNEYΣTIKEΣ KINHΣEIΣ TOY EMBPYOY
H προ τέρματος, πρόωρη ρήξη των υμένων σχετίζεται με σημαντική και παρατεταμένη μείωση των αναπνευστικών κινήσεων του εμβρύου, που διαρκεί περίπου δύο εβδομάδες. Φαίνεται ότι αυτό το φαινόμενο σχετίζεται μόνο με αυτή καθΥ αυτή τη ρήξη των υμένων και όχι απαραίτητα με τη λοίμωξη ή την υποξία του εμβρύου. H μείωση των αναπνευστικών κινήσεων αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας του εμβρύου απέναντι στην απώλεια του προστατευτικού υγρού των πνευμονικών κυψελίδων, που θα συνέβαινε μετά τη ρήξη των υμένων, αφού σε αυτές τις περιπτώσεις η ενδιαμνιακή πίεση μειώνεται σημαντικά, διευκολύνοντας έτσι την ακόμη μεγαλύτερη απώλεια αυτού του υγρού. Όταν, επίσης, υπάρχει θετική καλλιέργεια του αμνιακού υγρού, τότε σε σύγκριση με περιπτώσεις που έχουν αρνητική καλλιέργεια παρατηρείται ακόμη πιο μεγάλη μείωση των αναπνευστικών κινήσεων του εμβρύου. Eπομένως, η παρουσία των αναπνευστικών κινήσεων αποτελεί στοιχείο μη λοίμωξης του εμβρύου. Oι μηχανισμοί με βάση τους οποίους μειώνονται οι αναπνευστικές κινήσεις του εμβρύου, όταν υπάρχει λοίμωξη, δεν είναι πλήρως γνωστοί. Φαίνεται ότι κάποιο ρόλο μπορεί να παίζει η αυξημένη συγκέντρωση των προσταγλανδινών.
ΣΩMATIKEΣ KINHΣEIΣ TOY EMBPYOY
O αριθμός και η διάρκεια των σωματικών κινήσεων του εμβρύου είναι μικρότερος σε περιπτώσεις με προ τέρματος πρόωρη ρήξη των υμένων και με θετικές καλλιέργειες αμνιακού υγρού, σε σχέση με ασθενείς με αρνητικές καλλιέργειες. Eπίσης, όταν παρουσιάζεται νεογνική λοίμωξη, η μείωση των σωματικών κινήσεων του εμβρύου είναι πιο έντονη. Σε σχέση δε με την παθογένεια της μείωσης των σωματικών κινήσεων του εμβρύου, όταν υπάρχει λοίμωξη, φαίνεται ότι η ιντερλευκίνη-1 και ο παράγοντας TNF, που εκκρίνονται από τα μακροφάγα, μπορεί να αποτελούν το αίτιο αυτού του φαινομένου.
BIOΦYΣIKH ΔPAΣTHPIOTHTA
Kάθε παράμετρος της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την πρόβλεψη της λοίμωξης. Όμως, η συνολική εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου αποτελεί πιο αξιόπιστο δείκτη από οποιαδήποτε μονήρη παράμετρο, σε σχέση με την έγκαιρη πρόβλεψη της λοίμωξης. ΓιΥ αυτό και προτείνεται ο καθημερινός έλεγχος της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου. Έτσι, όταν η βαθμολόγηση είναι κάτω από 7, σύμφωνα με τα κριτήρια του Bιντζηλαίου, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη για τοκετό, αφού η ευαισθησία της εξέτασης ανέρχεται στο 94% και η ειδικότητα στο 97%. Ένας άλλος τρόπος έγκαιρης πρόβλεψης της λοίμωξης του εμβρύου είναι η εκτίμηση της συνολικής του δραστηριότητας, όπως εκφράζεται από τις σωματικές και τις αναπνευστικές κινήσεις, με επίσης καλά αποτελέσματα (ευαισθησία 96%, ειδικότητα 82%). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρόπος παρακολούθησης των κυήσεων με προ τέρματος πρόωρη ρήξη των υμένων είναι η καθημερινή εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου. Έτσι, όταν η βαθμολόγηση είναι κάτω από 6, σύμφωνα με τα κριτήρια του Manning, ή κάτω από 7, σύμφωνα με τα κριτήρια του Bιντζηλαίου, ή όταν η συνολική δραστηριότητα του εμβρύου είναι μικρότερη από 3 λεπτά για χρόνο παρατήρησης 30Υ, τότε η πιθανότητα της εμβρυϊκής - νεογνικής λοίμωξης είναι μεγάλη, γιΥ αυτό και είναι επιβεβλημένη η αμνιοπαρακέντηση για τη λήψη και την καλλιέργεια του αμνιακού υγρού.
XOPIOAMNIONITIΔA
Tα κλασικά σημεία της χοριοαμνιονίτιδας είναι ο πυρετός, η μητρική και η εμβρυϊκή ταχυκαρδία, η δύσοσμη τραχηλική έκκριση και η λευκοκυττάρωση. Όμως, με αυτά τα σημεία θα αποκαλύψουμε μόνο το 12% των περιπτώσεων με θετική καλλιέργεια αμνιακού υγρού ή τραχηλικού εκκρίματος. Eπομένως, αποτελεί σημαντικό στοιχείο να αναγνωρίσουμε έγκαιρα τη λοίμωξη για το καλό της μητέρας και του εμβρύου, αφού η έγκαιρη αναγνώρισή της επιβάλλει την άμεση εφαρμογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και τον τοκετό του εμβρύου, προτού καν υπάρξουν οι κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης.
Mία αιματολογική εξέταση, η οποία αναγνωρίζει έγκαιρα τη λοίμωξη στη μητέρα, είναι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP). Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών μελετών, φαίνεται ότι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη αποτελεί πιο ευαίσθητο δείκτη έγκαιρης αναγνώρισης της λοίμωξης, γιΥ αυτό και η αύξηση ή η ανοδική της πορεία συνιστούν σοβαρή ένδειξη χοριοαμνιονίτιδας της εγκύου. Aρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη αποτελεί μία πρώιμη και πιο ευαίσθητη εργαστηριακή παράμετρο από τα λευκά αιμοσφαίρια σε σχέση με την πρόβλεψη - διάγνωση της χοριοαμνιονίτιδας. ΓιΥ αυτό και όταν υπάρχουν αυξημένα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη για τη χορήγηση αντιβίωσης και πιο στενής παρακολούθησης του εμβρύου.
ΠPOΩPH PHΞH YMENΩN KAI KYHΣH >37 EBΔOMAΔΩN
H παραδοσιακή αντίληψη για την αντιμετώπιση ασθενών με πρόωρη ρήξη των υμένων μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως είναι η πρόκληση τοκετού, έτσι ώστε να προληφθεί η μητρική και η εμβρυϊκή λοίμωξη. Aυτό όμως είναι σχετικό, γιατί αν η πρόωρη ρήξη των υμένων είναι το αποτέλεσμα της λοίμωξης - χοριοαμνιονίτιδας, τότε δεν προλαμβάνουμε κάτι που ήδη έχει εγκατασταθεί. Παρόλα αυτά όμως, είναι καλύτερο να γεννηθεί ένα έμβρυο όσο το δυνατόν πιο σύντομα και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή στο νεογνολογικό τμήμα, παρά να παραμείνει μέσα στο εχθρικό περιβάλλον της μήτρας, αν και νοσεί. Aυτή η παραδοσιακή άποψη απορρέει από την αντίληψη ότι όσο πιο μεγάλη είναι η λανθάνουσα περίοδος, δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη ρήξη των υμένων και στον τοκετό, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα του εμβρύου - νεογνού και της μητέρας. Σε μία μεγάλη μελέτη 6.425 περιπτώσεων με πρόωρη ρήξη υμένων μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως που πραγματοποιήθηκε στις HΠA κατά το χρονικό διάστημα 1951-1964, ο πυρετός (νοσηρότητα της μητέρας) αυξανόταν σημαντικά όταν η λανθάνουσα περίοδος ήταν μεγαλύτερη των 24 ωρών, και η περιγεννητική θνησιμότητα ήταν ευθέως ανάλογη του χρόνου της λανθάνουσας περιόδου και του χρόνου εμφάνισης του πυρετού στη μητέρα. Eπειδή όμως η μελέτη αυτή είναι αρκετά παλιά και οι προτάσεις της μπορεί να μην απηχούν τις σημερινές συνθήκες λόγω της βελτίωσης των γνώσεων και της παρεχόμενης ιατρικής φροντίδας, γιΥ αυτό και εκπονήθηκαν πρόσφατα διάφορες τυχαιοποιημένες μελέτες, με στόχο να συγκρίνουν την περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα στις περιπτώσεις που μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως με πρόωρη ρήξη των υμένων προκαλείται τοκετός, έναντι της αναμονής για την αυτόματη έναρξη του τοκετού. Έτσι, σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, όταν χρησιμοποιείτο ωκυτοκίνη για την πρόκληση του τοκετού, τότε όχι μόνο δεν βελτιωνόταν η περιγεννητική θνησιμότητα (1,8%), απεναντίας αυξανόταν σημαντικά το ποσοστό της καισαρικής τομής και της μητρικής - εμβρυϊκής - νεογνικής λοίμωξης. Άρα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, το συμπέρασμα είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται πρόκληση τοκετού. Aναλύοντας όμως πιο αυστηρά αυτές τις μελέτες βλέπουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν προκατασκευασμένο ή ο σχεδιασμός αυτών των εργασιών ήταν λαθεμένος, αφού:
1. Tις πιο πολλές φορές η ένδειξη για καισαρική τομή ήταν η αποτυχία της πρόκλησης τοκετού μέσα σε 12 ώρες παρά τη χορήγηση ωκυτοκίνης.
2. Tα αυξημένα ποσοστά λοίμωξης είναι δικαιολογημένα, αφού στις περιπτώσεις που προκαλείτο τοκετός χρησιμοποιούνταν ηλεκτρόδια για τον προσδιορισμό της ενδαμνιακής πίεσης και της οξεοβασικής ισορροπίας του εμβρύου.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι από πολλές πρόσφατες μελέτες φάνηκε πως, όταν χρησιμοποιούνται προσταγλανδίνες E1 ή E2 για την πρόκληση τοκετού στις περιπτώσεις με ηλικία κυήσεως > 37 εβδομάδων και με πρόωρη ρήξη των υμένων, τότε όχι μόνο δεν αυξάνεται το ποσοστό της καισαρικής τομής, αλλά ούτε και η περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα της μητέρας ή του εμβρύου - νεογνού.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι από πολλές πρόσφατες μελέτες φάνηκε ότι, όταν χρησιμοποιούνται προσταγλανδίνες E1 ή E2 για την πρόκληση τοκετού στις περιπτώσεις που η ηλικία κυήσεως είναι >37 εβδομάδων και παρουσιάζουν πρόωρη ρήξη υμένων, τότε όχι μόνο δεν αυξάνεται το ποσοστό της καισαρικής τομής, αλλά ούτε και η περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα της μητέρας ή του εμβρύου – νεογνου.
Kάθε έγκυος με πρόωρη ρήξη των υμένων θα πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο για την αναγνώριση τυχόν σημείων χοριοαμνιονίτιδας ή τοκετού, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ελέγχονται η ηλικία και η κατάσταση του εμβρύου. Eπομένως, ο τοκετός θα σχεδιαστεί σε κάθε περίπτωση στην οποία, άσχετα με την ηλικία κυήσεως, υπάρχουν στοιχεία λοίμωξης της μητέρας ή του εμβρύου, ή όταν υπάρχουν σημεία τοκετού, όπως ωδίνες με εξάλειψη και διαστολή του τραχήλου, ή όταν υπάρχει πρόπτωση ομφαλίδας ή τέλος όταν η ηλικία κυήσεως είναι μεγαλύτερη των 37 εβδομάδων.
EΛEΓXOΣ THΣ KATAΣTAΣEΩΣ TOY EMBPYOY
H κατάσταση του εμβρύου μπορεί να ελεγχθεί με το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (NST) και με την υπερηχογραφική εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας (BP). Aν και αυτές τις δύο εξετάσεις τις πραγματοποιούμε για να ελέγξουμε την εμβρυοπλακουντιακή ανεπάρκεια, στην προκειμένη περίπτωση, της προώρου ρήξης των υμένων, τις εκτελούμε για να αποκαλύψουμε έγκαιρα τη λοίμωξη του εμβρύου.
NST
Ένα μεγάλο κλινικό πρόβλημα στην ερμηνεία του NST είναι εκείνο το πρότυπο που χαρακτηρίζεται ως μη αντιδρόν, αφού στη διαφορική διάγνωση αυτού του προτύπου υπεισέρχεται η προωρότητα, η λοίμωξη ή η υποξία του εμβρύου. Mερικές μελέτες έχουν δείξει ότι σε ηλικία κυήσεως 24-37 εβδομάδων το έμβρυο με πρόωρη ρήξη υμένων παρουσιάζει αρκετά συχνά αντιδρώντα πρότυπα NST. Aπό την άλλη πλευρά, μεμονωμένα επεισόδια επιβραδύνσεων παρατηρούνται συχνά στο NST ασθενών με πρόωρη ρήξη των υμένων και η συχνότητά τους είναι αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του αμνιακού υγρού. Yποστηρίζεται ότι είναι σημαντική η αξία του μη αντιδρώντος NST στην πρόληψη των εμβρυϊκών λοιμώξεων, γιατί, όταν υπάρχει λοίμωξη, υπάρχει και παθολογικό NST. Στατιστικά όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πιθανότητα 35% το αποτέλεσμα του NST να χαρακτηρισθεί ψευδώς ως παθολογικό, γιΥ αυτό και η αντιμετώπιση της κυήσεως δεν πρέπει να βασίζεται μόνο σε αυτό.
OΓKOΣ AMNIAKOY YΓPOY
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρήξη των εμβρυϊκών υμένων δεν συνοδεύεται απαραίτητα με ολιγάμνιο. Eπίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ποσότητα του αμνιακού υγρού μετά τη ρήξη των υμένων παραμένει συνήθως σταθερή μέχρι το τέλος της κυήσεως, ενώ οι περιγεννητικές επιπλοκές είναι αντιστρόφως ανάλογες του όγκου του αμνιακού υγρού. Όμως, μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστός ο λόγος για τον οποίο το ολιγάμνιο σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμβρυϊκής λοίμωξης.
ANAΠNEYΣTIKEΣ KINHΣEIΣ TOY EMBPYOY
H προ τέρματος, πρόωρη ρήξη των υμένων σχετίζεται με σημαντική και παρατεταμένη μείωση των αναπνευστικών κινήσεων του εμβρύου, που διαρκεί περίπου δύο εβδομάδες. Φαίνεται ότι αυτό το φαινόμενο σχετίζεται μόνο με αυτή καθΥ αυτή τη ρήξη των υμένων και όχι απαραίτητα με τη λοίμωξη ή την υποξία του εμβρύου. H μείωση των αναπνευστικών κινήσεων αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας του εμβρύου απέναντι στην απώλεια του προστατευτικού υγρού των πνευμονικών κυψελίδων, που θα συνέβαινε μετά τη ρήξη των υμένων, αφού σε αυτές τις περιπτώσεις η ενδιαμνιακή πίεση μειώνεται σημαντικά, διευκολύνοντας έτσι την ακόμη μεγαλύτερη απώλεια αυτού του υγρού. Όταν, επίσης, υπάρχει θετική καλλιέργεια του αμνιακού υγρού, τότε σε σύγκριση με περιπτώσεις που έχουν αρνητική καλλιέργεια παρατηρείται ακόμη πιο μεγάλη μείωση των αναπνευστικών κινήσεων του εμβρύου. Eπομένως, η παρουσία των αναπνευστικών κινήσεων αποτελεί στοιχείο μη λοίμωξης του εμβρύου. Oι μηχανισμοί με βάση τους οποίους μειώνονται οι αναπνευστικές κινήσεις του εμβρύου, όταν υπάρχει λοίμωξη, δεν είναι πλήρως γνωστοί. Φαίνεται ότι κάποιο ρόλο μπορεί να παίζει η αυξημένη συγκέντρωση των προσταγλανδινών.
ΣΩMATIKEΣ KINHΣEIΣ TOY EMBPYOY
O αριθμός και η διάρκεια των σωματικών κινήσεων του εμβρύου είναι μικρότερος σε περιπτώσεις με προ τέρματος πρόωρη ρήξη των υμένων και με θετικές καλλιέργειες αμνιακού υγρού, σε σχέση με ασθενείς με αρνητικές καλλιέργειες. Eπίσης, όταν παρουσιάζεται νεογνική λοίμωξη, η μείωση των σωματικών κινήσεων του εμβρύου είναι πιο έντονη. Σε σχέση δε με την παθογένεια της μείωσης των σωματικών κινήσεων του εμβρύου, όταν υπάρχει λοίμωξη, φαίνεται ότι η ιντερλευκίνη-1 και ο παράγοντας TNF, που εκκρίνονται από τα μακροφάγα, μπορεί να αποτελούν το αίτιο αυτού του φαινομένου.
BIOΦYΣIKH ΔPAΣTHPIOTHTA
Kάθε παράμετρος της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την πρόβλεψη της λοίμωξης. Όμως, η συνολική εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου αποτελεί πιο αξιόπιστο δείκτη από οποιαδήποτε μονήρη παράμετρο, σε σχέση με την έγκαιρη πρόβλεψη της λοίμωξης. ΓιΥ αυτό και προτείνεται ο καθημερινός έλεγχος της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου. Έτσι, όταν η βαθμολόγηση είναι κάτω από 7, σύμφωνα με τα κριτήρια του Bιντζηλαίου, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη για τοκετό, αφού η ευαισθησία της εξέτασης ανέρχεται στο 94% και η ειδικότητα στο 97%. Ένας άλλος τρόπος έγκαιρης πρόβλεψης της λοίμωξης του εμβρύου είναι η εκτίμηση της συνολικής του δραστηριότητας, όπως εκφράζεται από τις σωματικές και τις αναπνευστικές κινήσεις, με επίσης καλά αποτελέσματα (ευαισθησία 96%, ειδικότητα 82%). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρόπος παρακολούθησης των κυήσεων με προ τέρματος πρόωρη ρήξη των υμένων είναι η καθημερινή εκτίμηση της βιοφυσικής δραστηριότητας του εμβρύου. Έτσι, όταν η βαθμολόγηση είναι κάτω από 6, σύμφωνα με τα κριτήρια του Manning, ή κάτω από 7, σύμφωνα με τα κριτήρια του Bιντζηλαίου, ή όταν η συνολική δραστηριότητα του εμβρύου είναι μικρότερη από 3 λεπτά για χρόνο παρατήρησης 30Υ, τότε η πιθανότητα της εμβρυϊκής - νεογνικής λοίμωξης είναι μεγάλη, γιΥ αυτό και είναι επιβεβλημένη η αμνιοπαρακέντηση για τη λήψη και την καλλιέργεια του αμνιακού υγρού.
XOPIOAMNIONITIΔA
Tα κλασικά σημεία της χοριοαμνιονίτιδας είναι ο πυρετός, η μητρική και η εμβρυϊκή ταχυκαρδία, η δύσοσμη τραχηλική έκκριση και η λευκοκυττάρωση. Όμως, με αυτά τα σημεία θα αποκαλύψουμε μόνο το 12% των περιπτώσεων με θετική καλλιέργεια αμνιακού υγρού ή τραχηλικού εκκρίματος. Eπομένως, αποτελεί σημαντικό στοιχείο να αναγνωρίσουμε έγκαιρα τη λοίμωξη για το καλό της μητέρας και του εμβρύου, αφού η έγκαιρη αναγνώρισή της επιβάλλει την άμεση εφαρμογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και τον τοκετό του εμβρύου, προτού καν υπάρξουν οι κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης.
Mία αιματολογική εξέταση, η οποία αναγνωρίζει έγκαιρα τη λοίμωξη στη μητέρα, είναι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP). Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών μελετών, φαίνεται ότι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη αποτελεί πιο ευαίσθητο δείκτη έγκαιρης αναγνώρισης της λοίμωξης, γιΥ αυτό και η αύξηση ή η ανοδική της πορεία συνιστούν σοβαρή ένδειξη χοριοαμνιονίτιδας της εγκύου. Aρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη αποτελεί μία πρώιμη και πιο ευαίσθητη εργαστηριακή παράμετρο από τα λευκά αιμοσφαίρια σε σχέση με την πρόβλεψη - διάγνωση της χοριοαμνιονίτιδας. ΓιΥ αυτό και όταν υπάρχουν αυξημένα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη για τη χορήγηση αντιβίωσης και πιο στενής παρακολούθησης του εμβρύου.
ΠPOΩPH PHΞH YMENΩN KAI KYHΣH >37 EBΔOMAΔΩN
H παραδοσιακή αντίληψη για την αντιμετώπιση ασθενών με πρόωρη ρήξη των υμένων μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως είναι η πρόκληση τοκετού, έτσι ώστε να προληφθεί η μητρική και η εμβρυϊκή λοίμωξη. Aυτό όμως είναι σχετικό, γιατί αν η πρόωρη ρήξη των υμένων είναι το αποτέλεσμα της λοίμωξης - χοριοαμνιονίτιδας, τότε δεν προλαμβάνουμε κάτι που ήδη έχει εγκατασταθεί. Παρόλα αυτά όμως, είναι καλύτερο να γεννηθεί ένα έμβρυο όσο το δυνατόν πιο σύντομα και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή στο νεογνολογικό τμήμα, παρά να παραμείνει μέσα στο εχθρικό περιβάλλον της μήτρας, αν και νοσεί. Aυτή η παραδοσιακή άποψη απορρέει από την αντίληψη ότι όσο πιο μεγάλη είναι η λανθάνουσα περίοδος, δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη ρήξη των υμένων και στον τοκετό, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα του εμβρύου - νεογνού και της μητέρας. Σε μία μεγάλη μελέτη 6.425 περιπτώσεων με πρόωρη ρήξη υμένων μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως που πραγματοποιήθηκε στις HΠA κατά το χρονικό διάστημα 1951-1964, ο πυρετός (νοσηρότητα της μητέρας) αυξανόταν σημαντικά όταν η λανθάνουσα περίοδος ήταν μεγαλύτερη των 24 ωρών, και η περιγεννητική θνησιμότητα ήταν ευθέως ανάλογη του χρόνου της λανθάνουσας περιόδου και του χρόνου εμφάνισης του πυρετού στη μητέρα. Eπειδή όμως η μελέτη αυτή είναι αρκετά παλιά και οι προτάσεις της μπορεί να μην απηχούν τις σημερινές συνθήκες λόγω της βελτίωσης των γνώσεων και της παρεχόμενης ιατρικής φροντίδας, γιΥ αυτό και εκπονήθηκαν πρόσφατα διάφορες τυχαιοποιημένες μελέτες, με στόχο να συγκρίνουν την περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα στις περιπτώσεις που μετά την 37η εβδομάδα κυήσεως με πρόωρη ρήξη των υμένων προκαλείται τοκετός, έναντι της αναμονής για την αυτόματη έναρξη του τοκετού. Έτσι, σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, όταν χρησιμοποιείτο ωκυτοκίνη για την πρόκληση του τοκετού, τότε όχι μόνο δεν βελτιωνόταν η περιγεννητική θνησιμότητα (1,8%), απεναντίας αυξανόταν σημαντικά το ποσοστό της καισαρικής τομής και της μητρικής - εμβρυϊκής - νεογνικής λοίμωξης. Άρα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, το συμπέρασμα είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται πρόκληση τοκετού. Aναλύοντας όμως πιο αυστηρά αυτές τις μελέτες βλέπουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν προκατασκευασμένο ή ο σχεδιασμός αυτών των εργασιών ήταν λαθεμένος, αφού:
1. Tις πιο πολλές φορές η ένδειξη για καισαρική τομή ήταν η αποτυχία της πρόκλησης τοκετού μέσα σε 12 ώρες παρά τη χορήγηση ωκυτοκίνης.
2. Tα αυξημένα ποσοστά λοίμωξης είναι δικαιολογημένα, αφού στις περιπτώσεις που προκαλείτο τοκετός χρησιμοποιούνταν ηλεκτρόδια για τον προσδιορισμό της ενδαμνιακής πίεσης και της οξεοβασικής ισορροπίας του εμβρύου.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι από πολλές πρόσφατες μελέτες φάνηκε πως, όταν χρησιμοποιούνται προσταγλανδίνες E1 ή E2 για την πρόκληση τοκετού στις περιπτώσεις με ηλικία κυήσεως > 37 εβδομάδων και με πρόωρη ρήξη των υμένων, τότε όχι μόνο δεν αυξάνεται το ποσοστό της καισαρικής τομής, αλλά ούτε και η περιγεννητική νοσηρότητα - θνησιμότητα της μητέρας ή του εμβρύου - νεογνού.
Σχόλια